Вместимость στα ελληνικά
Μετάφραση: вместимость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευχαριστημένος, όγκος, ικανοποιημένο, ποσότητα, ικανοποιημένος, χωρητικότητα, φωνή, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вместе στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- вместилище στα ελληνικά - χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
- вместительность στα ελληνικά - ποσότητα, όγκος, φωνή, χωρητικότητα, ευρυχωρία, ευρυχωρίας, την ευρυχωρία, ...
- вместительный στα ελληνικά - πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρος, ευρύχωρο, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ευρύχωρες
Τυχαίες λέξεις
Вместимость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευχαριστημένος, όγκος, ικανοποιημένο, ποσότητα, ικανοποιημένος, χωρητικότητα, φωνή, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Μεταφράσεις: ευχαριστημένος, όγκος, ικανοποιημένο, ποσότητα, ικανοποιημένος, χωρητικότητα, φωνή, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας