Внимательный στα ελληνικά
Μετάφραση: внимательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλαζονικός, στενός, γνωστικός, δεσποτικός, κοντά, ωραίος, αυταρχικός, αποπνιχτικός, κολλητός, πνιγηρός, άγρυπνος, προσεκτικός, επιτακτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внимательно στα ελληνικά - προσεκτικά, περιποιητικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
- внимательность στα ελληνικά - επαγρύπνηση, ετοιμότητα, φροντίδα, προσοχή, προσεκτικότης, προσήλωση, attentiveness, ...
- внимать στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
- вновь στα ελληνικά - πάλι, μετά, επόμενος, ξανά, και πάλι, φορά, εκ νέου
Τυχαίες λέξεις
Внимательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλαζονικός, στενός, γνωστικός, δεσποτικός, κοντά, ωραίος, αυταρχικός, αποπνιχτικός, κολλητός, πνιγηρός, άγρυπνος, προσεκτικός, επιτακτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: αλαζονικός, στενός, γνωστικός, δεσποτικός, κοντά, ωραίος, αυταρχικός, αποπνιχτικός, κολλητός, πνιγηρός, άγρυπνος, προσεκτικός, επιτακτικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής