Внутренний στα ελληνικά
Μετάφραση: внутренний, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέσα, οικιακός, σπίτι, εσωτερικός, ενδόμυχος, στενός, εσωτερικώς, ενδοχώρα, κατοικίδιος, οικείος, εσωτερικό, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внук στα ελληνικά - εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, εγγονού, ο εγγονός
- внутренне στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
- внутренность στα ελληνικά - εσωτερικό, πυρήνας, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
- внутри στα ελληνικά - μέσα, εντός, σε, κατά, στο, πλαίσιο
Τυχαίες λέξεις
Внутренний στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέσα, οικιακός, σπίτι, εσωτερικός, ενδόμυχος, στενός, εσωτερικώς, ενδοχώρα, κατοικίδιος, οικείος, εσωτερικό, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
Μεταφράσεις: μέσα, οικιακός, σπίτι, εσωτερικός, ενδόμυχος, στενός, εσωτερικώς, ενδοχώρα, κατοικίδιος, οικείος, εσωτερικό, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές