Внутри στα ελληνικά
Μετάφραση: внутри, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέσα, εντός, σε, κατά, στο, πλαίσιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внутренний στα ελληνικά - μέσα, οικιακός, σπίτι, εσωτερικός, ενδόμυχος, στενός, εσωτερικώς, ...
- внутренность στα ελληνικά - εσωτερικό, πυρήνας, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
- внутривенный στα ελληνικά - ενδοφλεβίως, ενδοφλέβια, ενδοφλέβιας, ενδοφλέβιο, την ενδοφλέβια
- внутриглазной στα ελληνικά - ενδοφθάλμια, ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιο, της ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιος
Τυχαίες λέξεις
Внутри στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέσα, εντός, σε, κατά, στο, πλαίσιο
Μεταφράσεις: μέσα, εντός, σε, κατά, στο, πλαίσιο