Λέξη: βρόντος
Σχετικές λέξεις: βρόντος
βρόντος δημήτρης, ανδρέας βρόντος, χρήστος βρόντος, ιωάννης βρόντος, χάρης βρόντος, βρόντος σπυρίδων
Συνώνυμα: βρόντος
θορυβώ, κλαγγάζω, κροτώ, ξεκουφαίνω
Μεταφράσεις: βρόντος
βρόντος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bang, peal, din, crash, Slam
βρόντος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
golpear, repique, peal, repique de, estruendo, del repique
βρόντος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krach, anschlag, schlag, fick, knall, stoß, hieb, krachen, Glockengeläut, läuten, Glockenspiel, peal, Geläut
βρόντος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
péter, fracas, heurt, pan, atteinte, choc, précisément, juste, coup, claquer, battre, frapper, justement, claquement, heurter, détonation, carillonner, éclat, volée, carillon, peal
βρόντος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
botta, battuta, fragore, colpo, bussata, percossa, picchio, scroscio, scampanio, peal, di peal, distesa
βρόντος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estrondo, repique, peal, carrilhão, repicar
βρόντος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tik, klap, bons, slag, duw, mep, veeg, dichtslaan, klop, klets, stoot, beieren, klokkenspel, donderslag, Peal, gelui
βρόντος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стукнуть, тарарахать, стукнуться, бахнуть, стучать, стукаться, тузить, стучаться, трахнуть, грохнуть, захлопнуть, постучать, заколотить, ударить, гашиш, удар, трезвон, звон, колокольный звон, раскат, перезвон
βρόντος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slag, peal, skral, skrallende, i Peal
βρόντος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöt, klockringning, Peal, Klang, dånar, ringning
βρόντος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolkutus, paiskoa, kolahdus, isku, kolahtaa, elämys, potku, pauhata, jylinä, jylistä, kumista, pauhu
βρόντος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Peal, brus, skrællen, Skræl, klokkespillet
βρόντος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
udeřit, bacit, třísknout, zrovna, třesknout, bouchnout, bouchnutí, úder, narazit, třesk, práskat, rána, tlouct, zvonění, rachot, zazvonění, hlahol, vyzvánění
βρόντος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
huk, wrąbać, trzasnąć, trzask, grzywka, uderzenie, walić, trzaskać, uderzać, grzmieć, ryczeć, huczeć, ryk
βρόντος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harangzúgás, Peal, héja, zengés, teljes erővel kongat
βρόντος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darbe, gürleme, Peal, yavrusu, çalmak, gürlemek
βρόντος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стук, стукнути, тузити, гашиш, ударити, раптом, дзвоніння, лунати, тридзвін, дзвін, дзенькіт
βρόντος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përplas, ia plas të qeshurit, kumbimi, cjëmoj, izimi, apelimit
βρόντος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ек, камбанен звън, ехтене, разгласявам, еча
βρόντος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перазвон, звон
βρόντος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hüüumärk, lajatama, löök, kärgatus, müristama, peal, Raikua, kellahelin
βρόντος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prasak, lupiti, eksplozija, udarac, brujati, grmiti, zvonjava, oriti
βρόντος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Peal
βρόντος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trenksmas, griausmas, bubėti, griaudimas, griaudėti, bubenti
βρόντος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trieciens, belziens, sitiens, rībēt, peal, zvanīt, dārdoņa, dārdēt
βρόντος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јато, во јато
βρόντος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lovitură, bufni, hohot, bubuit, sunet de clopot, bubui, face să răsune
βρόντος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
treska, tacit, Oriti, PEAL, Grmiti
βρόντος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvonenie, zvonenia, tóny, zvonení