Внушение στα ελληνικά

Μετάφραση: внушение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, την πρόταση, πρότασή
Внушение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • внушаемость στα ελληνικά - πιθανότητα υποβολής, κλίση προς υποβολή, πιθανότης υποβολής, suggestibility, υποβλητικότητα
  • внушать στα ελληνικά - εμφυτεύω, εμπνέω, εργοστάσιο, προτείνω, υποκινώ, εντυπωσιάζω, γρήγορος, ...
  • внушительный στα ελληνικά - δίκαιος, σημαντικός, σεμνοπρεπής, σοβαρός, αισθητός, πανηγύρι, ξανθός, ...
  • внушить στα ελληνικά - προτείνω, εμποτίζω, εμποτίσει, διαποτίσουμε, εμποτίζουν, γαλουχούν τους
Τυχαίες λέξεις
Внушение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, την πρόταση, πρότασή