Вовремя στα ελληνικά

Μετάφραση: вовремя, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεόντως, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα
Вовремя στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вовлечь στα ελληνικά - σέρνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
  • вовне στα ελληνικά - έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική
  • вовсе στα ελληνικά - σωστός, εντελώς, απολύτως, δικαίωμα, απόλυτος, αρκετά, τελείως, ...
  • вогнать στα ελληνικά - οδηγώ, οδηγούν, οδήγηση, οδηγείτε, οδήγησης, οδηγεί
Τυχαίες λέξεις
Вовремя στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεόντως, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα