Водворение στα ελληνικά
Μετάφραση: водворение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκατάσταση, εφαρμογή, οικισμός, ίδρυση, τοποθέτηση, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά
Μεταφράσεις
- вогнуть στα ελληνικά - γέρνω, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, κλίνω, κλίνει, στρεβλώνουν, ...
- вода στα ελληνικά - ρέω, ροή, στοιχείο, μπύρα, νερό, νερού, ύδατος, ...
- водворить στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- водвориться στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Водворение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκατάσταση, εφαρμογή, οικισμός, ίδρυση, τοποθέτηση, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά
Μεταφράσεις: εγκατάσταση, εφαρμογή, οικισμός, ίδρυση, τοποθέτηση, τοποθέτησης, την τοποθέτηση, μπεί τελικά, θα μπεί τελικά