Вожделение στα ελληνικά
Μετάφραση: вожделение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαχτάρα, απορρόφηση, πόθος, βλέψη, καημός, επιθυμία, φιλοδοξία, δίψα, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вожак στα ελληνικά - αρχηγός, ξεναγός, ξεναγώ, οδηγός, καθοδηγώ, ηγέτης, πετεινός, ...
- вожатый στα ελληνικά - οδηγός, ηγέτης, ηγεμόνας, ηγήτορας, ξεναγός, καθοδηγώ, σύμβουλος, ...
- вожделенный στα ελληνικά - επιθυμητό, επιθυμητή, επιθυμητά, επιθυμητού, επιθυμείται
- вождение στα ελληνικά - οδήγηση, ναυτιλία, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Τυχαίες λέξεις
Вожделение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαχτάρα, απορρόφηση, πόθος, βλέψη, καημός, επιθυμία, φιλοδοξία, δίψα, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου
Μεταφράσεις: λαχτάρα, απορρόφηση, πόθος, βλέψη, καημός, επιθυμία, φιλοδοξία, δίψα, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου