Вождение στα ελληνικά
Μετάφραση: вождение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδήγηση, ναυτιλία, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вожделение στα ελληνικά - λαχτάρα, απορρόφηση, πόθος, βλέψη, καημός, επιθυμία, φιλοδοξία, ...
- вожделенный στα ελληνικά - επιθυμητό, επιθυμητή, επιθυμητά, επιθυμητού, επιθυμείται
- вождь στα ελληνικά - ηγήτορας, ηγέτης, ηγετικός, φύλαρχος, ηγεμόνας, κύριος, αρχηγός, ...
- вожжа στα ελληνικά - χαλινάρι, χαλιναγωγήσει, χαλιναγωγήσουν, τη συγκράτηση, συγκρατήσουν
Τυχαίες λέξεις
Вождение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδήγηση, ναυτιλία, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Μεταφράσεις: οδήγηση, ναυτιλία, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική