Λέξη: εμβολιασμός

Σχετικές λέξεις: εμβολιασμός

εμβολιασμός γάτας, εμβολιασμός μουριάς, εμβολιασμός αμπελιού, εμβολιασμός αμυγδαλιάς, εμβολιασμός λεμονιάς, εμβολιασμός συκιάς, εμβολιασμός βρεφών, εμβολιασμός κερασιάς, εμβολιασμός ροδακινιάς, εμβολιασμός φυτών

Συνώνυμα: εμβολιασμός

ενοφθαλμισμός, δαμαλισμός

Μεταφράσεις: εμβολιασμός

εμβολιασμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grafting, inoculation, vaccination, vaccination is, vaccination of, vaccination has

εμβολιασμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
injerto, vacunación, la vacunación, de vacunación, vacuna, vacunación de

εμβολιασμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
impfung, veredelnd, Impfung, Impfungen, der Impfung, die Impfung

εμβολιασμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transplantation, vaccination, greffant, inoculation, greffe, la vaccination, vaccination contre, vaccin, vaccinale

εμβολιασμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaccinazione, la vaccinazione, di vaccinazione, vaccinazioni, vaccinazione di

εμβολιασμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacinação, a vacinação, de vacinação, vacinação de, vacina

εμβολιασμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaccinatie, inenting, de vaccinatie, vaccinatieprogramma, vaccinaties

εμβολιασμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посев, окулировка, вакцинация, внедрение, вакцина, оспопрививание, прививка, инокуляция, вакцинации, вакцинацию, прививки

εμβολιασμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaksinasjon, vaksinering, vaksinasjons, vaksinasjonen

εμβολιασμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaccination, vaccinationen, vaccinering, vaccinations, vaccinerings

εμβολιασμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rokotus, rokotuksen, rokotuksia, rokottaminen, rokotusta

εμβολιασμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vaccination, vaccinationen, vaccineret

εμβολιασμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vakcinace, očkování, transplantace, očkovací, vakcinaci

εμβολιασμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiew, zaszczepienie, szczepienie, inokulacja, szczepienia, szczepień, szczepionka, szczepieniu

εμβολιασμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oltás, vakcinázás, oltási, védőoltás, oltást

εμβολιασμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşılama, aşı, aşısı, aşılaması, aşılanma

εμβολιασμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вакцинація, щеплення, прищеплення, вакцинацію

εμβολιασμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vaksinim, vaksinimi, vaksinimit, vaksinimin, e vaksinimit

εμβολιασμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
привиква, ваксинация, ваксиниране, ваксинацията, ваксинирането

εμβολιασμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вакцынацыя

εμβολιασμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaktsineerimine, siirdamine, pookimine, vaktsineerimise, vaktsineerimist, vaktsineerimiseks, vaktsineeritud

εμβολιασμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cijepljenje, cijepljenja, vakcinacija, cjepivo, cijepljenju

εμβολιασμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bólusetningu, bólusetning, bólusetningar, bólusett, bólusetningin

εμβολιασμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vakcinacija, skiepijimas, vakcinacijos, skiepijimo, vakcinavimas

εμβολιασμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vakcinācija, vakcinācijas, vakcināciju, vakcinēšana

εμβολιασμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вакцинација, вакцинацијата, вакцинирање, вакцинирањето, вакцината

εμβολιασμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vaccin, vaccinare, vaccinarea, de vaccinare, vaccinării, vaccinarea de

εμβολιασμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cepljenje, cepljenja, cepljenju, cepljenje v

εμβολιασμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
očkovanie, očkovania, vakcinácie, očkovaní, vakcinácia

Στατιστικά δημοτικότητας: εμβολιασμός

Τυχαίες λέξεις