Возбудимый στα ελληνικά
Μετάφραση: возбудимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воз στα ελληνικά - κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, ΠΟΥ, WHO, της ΠΟΥ, του ΠΟΥ, ...
- возбудимость στα ελληνικά - διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της
- возбудитель στα ελληνικά - πράκτορας, μεσίτης, αιτία, σκοπός, προκαλώ, παράγων, κεντρίζω, ...
- возбудительный στα ελληνικά - διεγερτικών, διεγερτικού, διεγερτικά, διεγερτική, διεγερτικές
Τυχαίες λέξεις
Возбудимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
Μεταφράσεις: ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν