Воздвигать στα ελληνικά
Μετάφραση: воздвигать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατρέφω, μπόι, ορθώνω, αναστηλώνω, κορμοστασιά, ανεγείρω, πισινός, ανάστημα, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воздать στα ελληνικά - επιστρέφω, καθιστώ, επιστροφή, δίνω, παραδίνω, κάνω, γυρίζω, ...
- воздаяние στα ελληνικά - αμοιβή, ανταπόδοση, αντίποινα, αντεκδίκηση, εκδίκηση, ανταμοιβή, ανταμοιβής, ...
- воздвигаться στα ελληνικά - εγείρομαι, προκύπτω, ανεγερθεί, ανεγέρθηκε, στήθηκε, χτίστηκε, στηθεί
- воздвигнуть στα ελληνικά - χτίζω, μπόι, ορθώνω, ανεγείρω, αναστηλώνω, ανάστημα, κορμοστασιά, ...
Τυχαίες λέξεις
Воздвигать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατρέφω, μπόι, ορθώνω, αναστηλώνω, κορμοστασιά, ανεγείρω, πισινός, ανάστημα, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει
Μεταφράσεις: ανατρέφω, μπόι, ορθώνω, αναστηλώνω, κορμοστασιά, ανεγείρω, πισινός, ανάστημα, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει