Вознаграждать στα ελληνικά
Μετάφραση: вознаграждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρωμή, πληρώνω, αμείβω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμείβω, αντισταθμίζω, ανταμοιβή, ξεπληρώνω, αμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возмущенный στα ελληνικά - αγανακτισμένος, αγανακτισμένοι, αγανακτισμένων, αγανακτισμένη, αγανάκτησε
- вознаградить στα ελληνικά - αμοιβή, αμείβει, αμείβουν, την αμοιβή, αμοιβή των
- вознаграждающий στα ελληνικά - αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
- вознаграждение στα ελληνικά - αποδοχές, συμψηφισμός, πληρώνω, έπαθλο, τιμάριο, επιχορήγηση, κατακυρώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Вознаграждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρωμή, πληρώνω, αμείβω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμείβω, αντισταθμίζω, ανταμοιβή, ξεπληρώνω, αμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Μεταφράσεις: πληρωμή, πληρώνω, αμείβω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμείβω, αντισταθμίζω, ανταμοιβή, ξεπληρώνω, αμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων