Αμείβω στα ρωσικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оплачивать, вознаграждать, мстить, воздаст, воздавать, воздаете
Αμείβω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας ρωσικά, αμείβω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα ρωσικά - тупоконечный, затуплять, тупить, искренний, притупить, притуплять, тупой, ...
  • αμβροσία στα ρωσικά - амброзия, перга, Ambrosia, амброзии, амброзию, амброзией
  • αμελητέος στα ρωσικά - ничтожный, незначительный, незначительным, незначительна, незначительны, пренебрежимо мало
  • αμελώ στα ρωσικά - попирать, пренебрегать, заброшенность, запущенность, запустение, пренебрежение, небрежность, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: оплачивать, вознаграждать, мстить, воздаст, воздавать, воздаете