Волноваться στα ελληνικά

Μετάφραση: волноваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχώ, δημιουργώ, διανύω, είμαι, κύμα, έννοια, βρίσκομαι, στιφάδο, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Волноваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волнистый στα ελληνικά - σγουρός, σπαστός, κατσαρός, κυματώδης, κυματιστός, κυματιστές, κυματοειδείς, ...
  • волновать στα ελληνικά - παριστάνω, ανακατεύω, ενοχλώ, κινώ, κινούμαι, επηρεάζω, αναμαλλιάζω, ...
  • волнолом στα ελληνικά - αποβάθρα, μόλος, κυματοθραύστης, κυματοθραύστη, λιμενοβραχίονα, λιμενοβραχίονας, προκυμαίας
  • волнообразный στα ελληνικά - σπαστός, κυματιστή, κυματιστές, κυματοειδής, κυματιστό, ορεινή
Τυχαίες λέξεις
Волноваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχώ, δημιουργώ, διανύω, είμαι, κύμα, έννοια, βρίσκομαι, στιφάδο, ανησυχία, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς