Волосатый στα ελληνικά
Μετάφραση: волосатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασύς, μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волосатик στα ελληνικά - μαλλιά, τρίχα, τα μαλλιά, μαλλιών, τρίχας
- волосатость στα ελληνικά - μαλλιαρότης, μαλλιαρότητα, τριχοφυΐα, πυκνές τρίχες, τριχοφυΐας
- волосистый στα ελληνικά - τριχωτός, μαλλιαρός, δασύτριχος
- волосной στα ελληνικά - λεπτή γραμμή, γραμμή των μαλλιών, hairline, τριχοειδείς, τη γραμμή των μαλλιών
Τυχαίες λέξεις
Волосатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασύς, μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
Μεταφράσεις: δασύς, μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών