Воплощение στα ελληνικά
Μετάφραση: воплощение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχή, δημιουργία, εικόνα, ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
Μεταφράσεις
- воплощать στα ελληνικά - παριστάνω, προσωποποιώ, εξηγώ, ενσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, ...
- воплощаться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, να ενσαρκωθεί, να ενσαρκωθούν, να είναι συγχρόνως ενσαρκωμένη, ενσαρκωθούν, ...
- воплощенный στα ελληνικά - ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματώνεται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί
- вопль στα ελληνικά - μουγκρίζω, κλήση, κραυγή, κραυγάζω, στριγκλίζω, στριγγλίζω, αγανάκτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Воплощение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχή, δημιουργία, εικόνα, ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
Μεταφράσεις: ψυχή, δημιουργία, εικόνα, ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση