Ворсить στα ελληνικά

Μετάφραση: ворсить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπνάκος, πειράζω, ξεμπλέκω, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, πέλος
Ворсить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ворсинка στα ελληνικά - ίνα, χνους, χνούδια, λάχνων, λάχνης, λαχνών
  • ворсистый στα ελληνικά - μαλλιαρός, τριχωτός, χνουδάτος, χνουδωτός, πάνας, πάνα, της πάνας, ...
  • ворсовать στα ελληνικά - υψώνω, σηκώνω, ανατρέφω, ξεμπλέκω, αναστηλώνω, πειράζω, vorsovat
  • ворсянка στα ελληνικά - νεράγκαθο
Τυχαίες λέξεις
Ворсить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπνάκος, πειράζω, ξεμπλέκω, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, πέλος