Воспламенение στα ελληνικά
Μετάφραση: воспламенение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροδότηση, ανάφλεξη, μίζα, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
Μεταφράσεις
- воспитывать στα ελληνικά - θηλάζω, φέρνω, υιοθετώ, θετός, πισινός, τρένο, ανατρέφω, ...
- воспитывающий στα ελληνικά - πειθαρχικός, εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτική, μορφωτικό, εκπαιδευτικά
- воспламенить στα ελληνικά - φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φωτερός, αναφλέγονται, αναφλεγεί, αναφλεγούν, ...
- воспламеняемость στα ελληνικά - ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, ευφλεκτότητα, αναφλεξιμότητα, την ευφλεκτότητα
Τυχαίες λέξεις
Воспламенение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροδότηση, ανάφλεξη, μίζα, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
Μεταφράσεις: πυροδότηση, ανάφλεξη, μίζα, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές