Восприемник στα ελληνικά

Μετάφραση: восприемник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νονός, νονό, νονού, ο νονός, νονός του
Восприемник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воспрещающий στα ελληνικά - απαγορεύει, που απαγορεύει, απαγορεύουσα, της απαγορεύσεως, οποία απαγορεύει
  • воспрещение στα ελληνικά - αποκλεισμός, απαγόρευση, απαγορεύω, αρνησικυρία, απαγορευμένο, αποκλείω, απαγόρευσης, ...
  • восприимчивость στα ελληνικά - ευπάθεια, φόβος, σύλληψη, ευαισθησία, ταραχή, ευαισθησίας, επιδεκτικότητα, ...
  • восприимчивый στα ελληνικά - ευπαθής, ευεπηρέαστος, εύθικτος, παραλήπτης, επιδεικτικός, κτητικός, ευαίσθητος, ...
Τυχαίες λέξεις
Восприемник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νονός, νονό, νονού, ο νονός, νονός του