Восхвалять στα ελληνικά
Μετάφραση: восхвалять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκθειάζω, μεγαλοποιώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восхваление στα ελληνικά - έπαινος, εκθειάζω, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
- восхвалить στα ελληνικά - έπαινος, εκθειάζω, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
- восхитительный στα ελληνικά - αίθριος, απίθανος, ψιλή, ένδοξος, πρόστιμο, μεγάλος, τερπνός, ...
- восхитить στα ελληνικά - κατάσχω, αιχμαλωσία, εισβάλλω, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, χαρά, εντρυφώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Восхвалять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκθειάζω, μεγαλοποιώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Μεταφράσεις: εκθειάζω, μεγαλοποιώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου