Воцарение στα ελληνικά
Μετάφραση: воцарение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
Μεταφράσεις
- вотум στα ελληνικά - ψήφος, ψηφίζω, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
- вотчина στα ελληνικά - κληρονομία, κληρονομιάς, κληρονομιά, κληρονομιάς της
- воцаряться στα ελληνικά - βασιλεία, βασιλεύω, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
- вошедший στα ελληνικά - εισέλθει, τέθηκε, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε
Τυχαίες λέξεις
Воцарение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
Μεταφράσεις: απόκτημα, άνοδος, ένταξη, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως