Впалый στα ελληνικά
Μετάφραση: впалый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Μεταφράσεις
- впадение στα ελληνικά - εισροή, συμβολή, συρροή, συμβολής, συρροής, σύγκλιση
- впадина στα ελληνικά - κοιλότητα, υπόκωφος, ψάχνω, λάκκος, υποδοχή, διπλώνω, χαντάκι, ...
- впасть στα ελληνικά - εκπίπτω, κατρακυλώ, πέφτω, πτώση, υποχωρώ, εμπίπτουν, εμπίπτει, ...
- впервые στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Τυχαίες λέξεις
Впалый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια