Λέξη: κοντός

Σχετικές λέξεις: κοντός

κοντός ψαλμός αλληλούια σημαίνει, κοντός ψαλμός, κοντός πρόεδρος εοπυυ, κοντός παπούτσια, κοντός εοπυυ, κοντός χαλινός στη γλώσσα, κοντός μόσκοβος, κοντός ψαλμός αλληλούια, κοντός αλέξανδρος, κοντός χαλινός

Συνώνυμα: κοντός

βραχύς, ελλιπής, μικρός, βραχώς, σκαιός

Μεταφράσεις: κοντός

κοντός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
short, snippy, runway, Shortcut

κοντός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corto, pequeño, breve, a corto, corta, poco

κοντός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kürzeste, ungenügend, kurze, klein, brüsk, schroff, cholerisch, kurz, kurzen, kurzer

κοντός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ras, bas, bref, succinct, colérique, raccourcir, abréger, austère, laconique, vil, serré, petit, insuffisant, aigre, brusque, étriqué, court, courte, à court, de courte

κοντός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corto, breve, brusco, a breve, brevi, corta

κοντός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
breve, curto, margem, costa, curta, pequeno, suma

κοντός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kort, bruusk, kortstondig, korte, op korte, Kortom, de korte

κοντός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
короткометражный, некрупный, невысокий, кургузый, коротко, кратковременный, холерический, краткосрочный, рассыпчатый, кратко, короткий, невелик, низкий, неполный, преждевременно, краткий, короткая, короткие, короткое, краткосрочной

κοντός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kort, liten, korte, kort sagt

κοντός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kort, tvär, korta, att hitta kort, hitta kort

κοντός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jyrkkä, täpärä, niukka, hauras, riittämätön, vajaa, lyhyt, lyhyen, lyhyellä, lyhyitä, lyhyet

κοντός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kort, brysk, korte, kort-, på kort, kort sagt

κοντός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krátký, nízký, sporý, omezený, malý, zkrátit, silný, skoupý, stručný, nedostatečný, úsečný, krátce, křehký, krátké, krátká, krátkou, krátkodobé

κοντός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
blankowy, krótkometrażowy, niski, krótko, krótkofalowy, lakoniczny, opryskliwy, krótki, niedostateczny, niedługi, zapalczywy, krótkotrwale, krótkodystansowy, ostry, zwięzły, krótkiego, krótkie, krótkim

κοντός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rövidfilm, röviden, kisfilm, kifogyva, lerövidített, rövid, a rövid

κοντός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pes, kısa, kısa bir, Kısacası, kısaca

κοντός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
низький, невеликий, короткий, менше, коротенький, коротка, короткою, коротке, короткая

κοντός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkurtër, shkurt, afatshkurtër, shkurtër, të shkurtër

κοντός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кратко, кратък, късо, къс, краткосрочен

κοντός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кароткi, кароткая, короткая, кароткі, кароткае

κοντός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lühike, lühikese, lühikest, lühikesed, lühikeste

κοντός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trošan, sažet, nizak, plah, slab, kratke, kratak, kratko, kratki, Ukratko

κοντός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stuttur, stutt, Stuttur, skamms, stuttu máli, til skamms

κοντός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiurkštus, trumpas, trumpą, trumpai tariant, trumpi, trumpa

κοντός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strups, īss, skarbs, īsā, īstermiņa, īsu, īsa

κοντός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
краток, кратко, кратки, кратка, кус

κοντός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brusc, scurt, scurtă, scurte, scurta

κοντός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kratek, Skratka, kratko, kratka, kratke

κοντός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
malý, stručný, kusý, krátky, krátke, krátký, nakrátko

Στατιστικά δημοτικότητας: κοντός

Τυχαίες λέξεις