Впервые στα ελληνικά
Μετάφραση: впервые, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впалый στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- впасть στα ελληνικά - εκπίπτω, κατρακυλώ, πέφτω, πτώση, υποχωρώ, εμπίπτουν, εμπίπτει, ...
- вперед στα ελληνικά - μπρος, πριν, προτού, μπροστινός, εμπρός, προς τα εμπρός, μπροστά, ...
- впереди στα ελληνικά - προτού, πριν, εμπρός, μπροστά, μέλλον, μπροστά από, ενόψει
Τυχαίες λέξεις
Впервые στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Μεταφράσεις: πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου