Вперемешку στα ελληνικά

Μετάφραση: вперемешку, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, φύρδην μίγδην
Вперемешку στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • впереди στα ελληνικά - προτού, πριν, εμπρός, μπροστά, μέλλον, μπροστά από, ενόψει
  • вперемежку στα ελληνικά - εναλλάξ, εναλλακτικά, εκ περιτροπής, περιτροπής, διαδοχικά
  • вперить στα ελληνικά - φτιάχνω, για, για την, για τη, για το, για τις
  • вперять στα ελληνικά - φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζει, καθορίζουν
Τυχαίες λέξεις
Вперемешку στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, φύρδην μίγδην