Впитаться στα ελληνικά

Μετάφραση: впитаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Впитаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вписывать στα ελληνικά - εισέρχομαι, βάζω, μπαίνω, προσθέτω, εισάγω, επιγράφω, χαράζω, ...
  • впитать στα ελληνικά - απορροφώ, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
  • впитывание στα ελληνικά - μουσκεύω, απορρόφηση, εμποτίζω, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
  • впитывать στα ελληνικά - νεροχύτης, ναυαγώ, βυθίζομαι, βυθίζω, απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Впитаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε