Вразумительный στα ελληνικά
Μετάφραση: вразумительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκδηλος, εναργής, πεδιάδα, κάμπος, ελευθερώνω, σκέτο, διαφανής, σκέτος, διαυγής, νοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, εύληπτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вразнобой στα ελληνικά - discordantly
- вразумительность στα ελληνικά - νοητό, κατανοήσεως, καταληπτότητα, αντιληπτότητα, καταληπτότητας
- враки στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, βούλα, κείμαι, ψεύδομαι, σκουπίδια, ταύρος, ...
- враль στα ελληνικά - ψευδολόγος, φυτικές ίνες, οι ίνες, fibber
Τυχαίες λέξεις
Вразумительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκδηλος, εναργής, πεδιάδα, κάμπος, ελευθερώνω, σκέτο, διαφανής, σκέτος, διαυγής, νοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, εύληπτο
Μεταφράσεις: έκδηλος, εναργής, πεδιάδα, κάμπος, ελευθερώνω, σκέτο, διαφανής, σκέτος, διαυγής, νοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, εύληπτο