Врастать στα ελληνικά
Μετάφραση: врастать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλώνω, αυξάνομαι, παρεκκλήσι, λάρνακα, μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, αυξάνεται, αναπτυχθούν, αυξηθεί
Μεταφράσεις
- враньё στα ελληνικά - ψεύδομαι, κείμαι, ψέματα, βρίσκεται, έγκειται, τα ψέματα, ψεύδη
- врасплох στα ελληνικά - απροσδόκητα, εξαπίνης, με, από, κατά, από την, του
- врастяжку στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, σε πλήρες μήκος
- вратарь στα ελληνικά - τερματοφύλακας, τερματοφύλακα, αντίπαλο τερματοφύλακα, τον τερματοφύλακα
Τυχαίες λέξεις
Врастать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αυξάνομαι, παρεκκλήσι, λάρνακα, μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, αυξάνεται, αναπτυχθούν, αυξηθεί
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αυξάνομαι, παρεκκλήσι, λάρνακα, μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, αυξάνεται, αναπτυχθούν, αυξηθεί