Всегдашний στα ελληνικά
Μετάφραση: всегдашний, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκοπος, συνεχής, ομαλός, τακτικός, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всевышний στα ελληνικά - θεός, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού
- всегда στα ελληνικά - πάντα, σαν, όπως, πάντοτε, ποτέ, πάντα να, είναι πάντα, ...
- вседозволенность στα ελληνικά - ανεκτικότητα, χαλαρότητα, την ανεκτικότητα, η ανεκτικότητα, επιτρεπτικότητα
- всезнайка στα ελληνικά - εξυπνακίας
Τυχαίες λέξεις
Всегдашний στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, ομαλός, τακτικός, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, ομαλός, τακτικός, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη