Всеобъемлющий στα ελληνικά
Μετάφραση: всеобъемлющий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιεκτικός, γενικός, ευρύχωρος, λεπτομερής, ακέραιος, συνολικός, εξονυχιστικός, ποδιά, παγκόσμιος, πλήρης, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всеобщий στα ελληνικά - γενικός, συνολικός, ολικός, στρατηγός, σύνολο, κοινός, παγκόσμιος, ...
- всеобщность στα ελληνικά - γενικότητα, γενικότητας, γενικότητος, γενικού χαρακτήρα, γενικότητά
- всепоглощающий στα ελληνικά - συναρπαστικό, συναρπαστική, engrossing, συναρπαστικές, στο γεγονός της τελειοποιήσεως
- всепожирающий στα ελληνικά - παμφάγος, παμφάγοι, παμφάγα, παμφάγων, παμφάγο
Τυχαίες λέξεις
Всеобъемлющий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιεκτικός, γενικός, ευρύχωρος, λεπτομερής, ακέραιος, συνολικός, εξονυχιστικός, ποδιά, παγκόσμιος, πλήρης, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Μεταφράσεις: περιεκτικός, γενικός, ευρύχωρος, λεπτομερής, ακέραιος, συνολικός, εξονυχιστικός, ποδιά, παγκόσμιος, πλήρης, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό