Вскарабкаться στα ελληνικά
Μετάφραση: вскарабкаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вскакивать στα ελληνικά - εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, ...
- вскапывать στα ελληνικά - παρακρατώ, απόθεμα, κέντρισμα, νύξη, σκάβω, σαρκασμός, χαράκωμα, ...
- вскармливать στα ελληνικά - πισινός, αναστηλώνω, παχουλός, τροφαντός, θηλάζω, σηκώνω, υψώνω, ...
- вскидывать στα ελληνικά - τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
Τυχαίες λέξεις
Вскарабкаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που