Всходы στα ελληνικά

Μετάφραση: всходы, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, νεαρό, νεαρών, νεαρός, νεαρή, νέους
Всходы στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всхлипывать στα ελληνικά - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
  • всходить στα ελληνικά - άνοιξη, πηγαίνω, αναπηδώ, ορθώνομαι, εκτινάσσομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ...
  • всхожесть στα ελληνικά - βλάστηση, βλαστική ικανότητα, βλαστική, τη βλάστηση, τη βλαστική ικανότητα
  • всхожий στα ελληνικά - γόνιμος, βλαστήσουν, τη βλάστηση, βλαστάνουν, να βλαστήσουν, που βλαστάνουν
Τυχαίες λέξεις
Всходы στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, νεαρό, νεαρών, νεαρός, νεαρή, νέους