Λέξη: ροζιάρικός

Συνώνυμα: ροζιάρικός

οζώδης, μπερδεμένος, ροζιάρικος, γεμάτος κόμπους, δύσκολος

Μεταφράσεις: ροζιάρικός

ροζιάρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knotty

ροζιάρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espinoso, nudoso, intrincado, nudos, knotty, con nudos

ροζιάρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kompliziert, knotig, knorrig, astig, knorrigen, knotty

ροζιάρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inextricable, noueux, ardu, épineux, compliqué, entortillé, problématique, noueuse, avec noeuds, noueuses

ροζιάρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
complicato, nodoso, knotty, nodosa, nodose, nodosi

ροζιάρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nodoso, intrincado, complicado, knotty, nodosa

ροζιάρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verward, ingewikkeld, knoestig, kwastig, knoestige, knotty, lastig

ροζιάρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запутанный, корявый, затруднительный, узловатый, сучковатый, сложный, суковатый, узловатые, запутанные

ροζιάρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Knotty, klumpete, knudrete, kvistete, hverandre skapte

ροζιάρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invecklad, knotiga, kvistig, knotty, knotig, kvistiga

ροζιάρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muhkurainen, kyhmyinen, kuhmurainen, mutkikas, pahkurainen, oksainen, Knotty, visainen, hankala, oksaista

ροζιάρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knudret, Knotty, knudrede, oregon

ροζιάρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzlovitý, sukovitý, složitý, zamotaný, nesnadný, problematický, ožehavý, zauzlený, sukatý, spletitý, zkřivený

ροζιάρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
węzłowaty, kłopotliwy, zawiły, sękaty, knotty

ροζιάρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csomós, bonyolult, göcsörtös, csomókkal, csomózott

ροζιάρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karışık, çetrefilli, Boğumlu, knotty, budaklı

ροζιάρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бахрома, вузол, складний, складне, складніший, найскладніший, складна

ροζιάρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me nyjë, ngatërruar, nyjë, të ngatërruar, i ngatërruar

ροζιάρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заплетен, чепати, сложен, труден, жилест

ροζιάρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
складаны, складанае, цяжкі

ροζιάρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõlmeline, pahklik, okslik, keeruline, sasine, Okslikust

ροζιάρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvrgast, čvorast, zamršen, kvrgav, zapetljano

ροζιάρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
knotty

ροζιάρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sunkus, mazguotas, sudėtingas, Mezglains, pranarus

ροζιάρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zarains, sarežģīts, mezglains

ροζιάρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заплетен, тежок

ροζιάρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noduros, cu noduri, noduri, knotty, imbinate in dinti

ροζιάρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Končan, Z GRČAMI, GRČAMI, tako zapleten

ροζιάρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uzlovitý, zauzlený, zamotaný, spletitý, delikátny, veľmi citlivá
Τυχαίες λέξεις