Вхождение στα ελληνικά

Μετάφραση: вхождение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, καταχώρηση, συμβάν, λήμμα, περιστατικό, είσοδος, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
Вхождение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • входить στα ελληνικά - έρχομαι, διαπερνώ, εισέρχομαι, μπαίνω, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, ...
  • входящий στα ελληνικά - εισερχόμενος, εισερχόμενες, εισερχόμενη, εισερχόμενων, εισερχόμενο
  • вцепиться στα ελληνικά - παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, ...
  • вцепляться στα ελληνικά - κλώσημα, κατάσχω, πιάνω, απομόνωση, καταλαμβάνω, αρπάζω, κρατήστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Вхождение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, καταχώρηση, συμβάν, λήμμα, περιστατικό, είσοδος, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση