Вшивать στα ελληνικά

Μετάφραση: вшивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
Вшивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вчитаться στα ελληνικά - διαβάζω, προσεκτική ανάγνωση, την προσεκτική ανάγνωση, από προσεκτική ανάγνωση, προσεκτικής ανάγνωσης, προσεκτικότερη ανάγνωση
  • вчуже στα ελληνικά - vchuzhe
  • вшиветь στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, vshivet
  • вшивость στα ελληνικά - φθειρίαση, φθειρίασης, pediculosis, της φθειρίασης
Τυχαίες λέξεις
Вшивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραφή, ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει