Въедливый στα ελληνικά

Μετάφραση: въедливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυελλώδης, πικρός, σχολαστικός, λεπτολόγος, σχολαστική, προσεγμένη, σχολαστικό
Въедливый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вширь στα ελληνικά - broadwise
  • въедаться στα ελληνικά - τρώω, τσίμπημα, δαγκώνω, δάγκωμα, τρώει, τιμές, τρώει το, ...
  • въедчивый στα ελληνικά - vedchivy
  • въезд στα ελληνικά - καταχώρηση, είσοδος, λήμμα, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
Τυχαίες λέξεις
Въедливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυελλώδης, πικρός, σχολαστικός, λεπτολόγος, σχολαστική, προσεγμένη, σχολαστικό