Вываливать στα ελληνικά

Μετάφραση: вываливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίχνω, πυροβολώ, πέταγμα, βλαστός, εκτινάσσω, ξεφορτώνομαι, πετώ, πετάξει έξω, ρίξει έξω, πετάξει, να ρίξει έξω, πετάξουμε
Вываливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выбывший στα ελληνικά - εγκατάλειψη, διακοπή, κλείνετε, την εγκατάλειψη, κόψετε
  • выбыть στα ελληνικά - παρατάω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, παραιτούμαι, φεύγω, να συνταξιοδοτηθούν, ...
  • вывалить στα ελληνικά - απολύω, ρυάκι, πετώ, κυλώ, πέταγμα, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ...
  • вывалиться στα ελληνικά - κατρακυλώ, πέφτω, πέσουν έξω, να πέσουν έξω, πέσει έξω, πέφτουν έξω, πέφτουν
Τυχαίες λέξεις
Вываливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίχνω, πυροβολώ, πέταγμα, βλαστός, εκτινάσσω, ξεφορτώνομαι, πετώ, πετάξει έξω, ρίξει έξω, πετάξει, να ρίξει έξω, πετάξουμε