Выводить στα ελληνικά
Μετάφραση: выводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δακτυλογραφώ, ίχνος, αντλώ, είδος, αναπαράγω, ράτσα, προκαλώ, ανιχνεύω, παράγομαι, ανακαλύπτω, συνάγω, συμπεραίνω, γεννοβολώ, πισινός, πετώ, υπόλειμμα, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вывихнуть στα ελληνικά - εξαρθρώνω, εξαρθρώ, εξαρθρώσει, να εξαρθρώσει, απορυθμίζουν τις
- вывод στα ελληνικά - επαγωγή, ανάπτυξη, αφαίρεση, αναβάτης, συνέπεια, σημασία, έκπτωση, ...
- выводиться στα ελληνικά - εκκολάπτομαι, άνοιγμα, μπουκαπόρτα, επωάζω, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, ...
- выводной στα ελληνικά - απεκκριτικό, απεκκριτικού, απεκκριτικών, απέκκρισης-, απεκκριτικοα
Τυχαίες λέξεις
Выводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δακτυλογραφώ, ίχνος, αντλώ, είδος, αναπαράγω, ράτσα, προκαλώ, ανιχνεύω, παράγομαι, ανακαλύπτω, συνάγω, συμπεραίνω, γεννοβολώ, πισινός, πετώ, υπόλειμμα, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Μεταφράσεις: δακτυλογραφώ, ίχνος, αντλώ, είδος, αναπαράγω, ράτσα, προκαλώ, ανιχνεύω, παράγομαι, ανακαλύπτω, συνάγω, συμπεραίνω, γεννοβολώ, πισινός, πετώ, υπόλειμμα, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει