Выгадывать στα ελληνικά

Μετάφραση: выгадывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκρούω, εκτός, επινοώ, απολαβή, κατασκευάζω, αποταμιεύω, διασώζω, εφευρίσκω, οικονομώ, εξοικονόμηση, εξοικονομήσει, την εξοικονόμηση, Λιτότητα
Выгадывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выворачивать στα ελληνικά - αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, να αποδειχθεί, αποδειχθεί ότι
  • выгадать στα ελληνικά - αποκρούω, επινοώ, εκτός, απολαβή, διασώζω, αποταμιεύω, κατασκευάζω, ...
  • выгиб στα ελληνικά - κυρτώνω, σκύβω, καμπύλη, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, στροφή, κύρτωμα, ...
  • выгибать στα ελληνικά - αψίδα, σκύβω, καμπύλη, κυρτώνω, γέρνω, στροφή, καμπυλώνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Выгадывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκρούω, εκτός, επινοώ, απολαβή, κατασκευάζω, αποταμιεύω, διασώζω, εφευρίσκω, οικονομώ, εξοικονόμηση, εξοικονομήσει, την εξοικονόμηση, Λιτότητα