Λέξη: πειρατής

Σχετικές λέξεις: πειρατής

πειρατής θεσσαλονίκη, πειρατής από το παρελθόν, πειρατής ετυμολογία, πειρατής ζωγραφιά, πειρατής τούζλα, πειρατής βάπτιση, πειρατής στα fm, πειρατής μπαρμπαρόσα, πειρατής μαυρογένης, πειρατής σούσουρας

Συνώνυμα: πειρατής

πλάνης, νομάς, κλέπτης, λογοκλόπος, κουρσάρος, πειρατικό πλοίο, ληστής, πολιτική κωλυσιεργία, κωλυσιεργός βουλευτής

Μεταφράσεις: πειρατής

πειρατής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pirate, buccaneer, filibuster, a pirate

πειρατής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pirata, del pirata, piratas, de pirata, pirata de

πειρατής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pirat, seeräuber, plagiator, Pirat, Piraten, pirate

πειρατής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corsaire, forban, plagiaire, flibustier, pirate, brigand, bandit, pirates, de pirate

πειρατής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pirata, corsaro, pirati, dei pirati, pirate, del pirata

πειρατής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tubulação, cachimbo, pirata, do pirata, de pirata, pirate, piratas

πειρατής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zeeschuimer, zeerover, piraat, Pirate, piraten, De Piraat, de Piraat van

πειρατής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пират, разбойник, грабитель, пиратский, Pirate, пиратом, пирата

πειρατής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjørøver, pirat, pirate, Piraten

πειρατής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pirat, piratkopiera, piratkopierar, pirate

πειρατής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merirosvo, pirate, merirosvojen, merirosvous, merirosvon

πειρατής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pirat, Pirate, sørøver, pirats

πειρατής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pirát, plagiátor, korzár, pirátské, pirátská, pirate, pirátem

πειρατής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbójnik, korsarz, plagiator, plagiatorstwo, pirat, pirate, pirata, piratem, piratów

πειρατής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kalóz, kalózhajó, Pirate, kalózok, kalózkodik

πειρατής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korsan, Pirate, bir korsan, The Pirate, korsanı

πειρατής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піратство, пірат, пират

πειρατής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pirat, Pirate, pirate të, pirati, anije pirate

πειρατής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пират, Pirate, Пиратски, пиратска, пиратския

πειρατής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пірат

πειρατής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piraat, Pirate, piraatide, Piraatlaeva, piraattarkvara

πειρατής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pirat, gusar, gusariti, pljačkaš, gusarski, piratski, pirate

πειρατής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjóræningi, Pirate, sjóræningja

πειρατής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piratas, piratų, Pirate, piratu, piratinë

πειρατής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pirāts, pirātu, Pirate, Pirāta

πειρατής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пиратски, Pirate, пират, пиратите, пиратскиот

πειρατής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pirat, pirați, de pirat, de pirați, pirate

πειρατής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pirát, pirate, pirat, piratska, piratski, gusarsko

πειρατής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pirát, Pirate

Στατιστικά δημοτικότητας: πειρατής

Τυχαίες λέξεις