Λέξη: λινός

Σχετικές λέξεις: λινός

λινός γιατρός, λινός χειρουργός, ανδρέας λινός, γιάννης λινός, λινός κακοπετριά, ξενοδοχείο λινός, λινός υγεία, λινός πολίτης, λινόσ ιατρόσ, λινός ενδοκρινολόγος

Μεταφράσεις: λινός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
linen, cambric, Linos
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lencería, lino, lienzo, batista, de batista, cambray, cambric, de cambray
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeilennummer, wäsche, linnen, Batist, cambric, kambric, Kambrik
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
toile, lin, lingerie, linge, batiste, de batiste, percale, la batiste, cambric
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lino, biancheria, cambrì, cambric, batista, di batista, del cambric
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
linho, alinhar, cambraia, de cambraia, cambric, cambraia de, cambraias
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
linnen, batist, cambric, batisten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кастелянша, белье, бельё, белизна, полотняный, холст, холстина, льняной, парусина, холщовый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lin, cambric
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
linne, cambric, kambrik, batist
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pellavainen, vuodevaatteet, palttina, lakanat, batisti, hieno palttina
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cambric, batist, kammerdug, Kammerdugs, tæt cambric
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prádlo, plátno, bílá látka podobná bavlně, batist
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tkanina, pościel, len, płótno, lniany, płowy, bielizna, batyst, cambric, batystową, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lenvászon, vászon, batiszt, gyolcsból, patyolat, a batiszt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
півзахисник, батист, Батіст
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërresa, kambrik
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пилотно, батиста, батистена, батистената
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Батыст
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lina, pesu, batist, Batisti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
platno, posteljina, platnen, rublje, lanen, batist
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lak, cambric
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
batistas, Batists, Batyst
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
batists
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
cambric
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
batist, Cambric, chembrică
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Batist
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
biela látka, bielu látku
Τυχαίες λέξεις