Выделывать στα ελληνικά
Μετάφραση: выделывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμορφώνω, φόρεμα, σχηματίζω, εξαναγκάζω, μόδα, φτιάχνω, κάνω, πλάθω, εργοστάσιο, κατασκευάζω, μύλος, ντύνομαι, ντύνω, αλέθω, κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выделить στα ελληνικά - χωρίζω, εκκρίνω, χωριστός, διαλέγω, σημειώνω, βαθμός, ξεχωριστός, ...
- выделка στα ελληνικά - άρθρο, κατασκευάζω, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
- выделять στα ελληνικά - επιλέγω, διανέμω, εκπέμπω, κατανέμω, αναδίνω, διαλέγω, αναπτύσσομαι, ...
- выделяться στα ελληνικά - διαπρέπω, υπερακοντίζω, ξεχωρίζουν, ξεχωρίζει, να ξεχωρίζει, ξεχωρίσει, διακρίνονται
Τυχαίες λέξεις
Выделывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμορφώνω, φόρεμα, σχηματίζω, εξαναγκάζω, μόδα, φτιάχνω, κάνω, πλάθω, εργοστάσιο, κατασκευάζω, μύλος, ντύνομαι, ντύνω, αλέθω, κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή
Μεταφράσεις: διαμορφώνω, φόρεμα, σχηματίζω, εξαναγκάζω, μόδα, φτιάχνω, κάνω, πλάθω, εργοστάσιο, κατασκευάζω, μύλος, ντύνομαι, ντύνω, αλέθω, κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή