Выкашливаться στα ελληνικά
Μετάφραση: выкашливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεράκι, φτύνω, βήχετε, να φτύνω, απεκκρίνει με το βήχα, ο βήχας επάνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выкачивать στα ελληνικά - αντλία, βρύση, εκβιάζω, παρακεντώ, στραγγίζω, τρόμπα, φουσκώνω, ...
- выкашливать στα ελληνικά - βήχω, βήχας, φτύνω, βήχετε, να φτύνω, απεκκρίνει με το βήχα, ο βήχας επάνω
- выкашляться στα ελληνικά - γεράκι, βήχας, βήχα, το βήχα, του βήχα, ο βήχας
- выкидывать στα ελληνικά - παίζω, πέταγμα, αποβάλλω, ρίχνω, ματαιώνω, έργο, παριστάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Выкашливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεράκι, φτύνω, βήχετε, να φτύνω, απεκκρίνει με το βήχα, ο βήχας επάνω
Μεταφράσεις: γεράκι, φτύνω, βήχετε, να φτύνω, απεκκρίνει με το βήχα, ο βήχας επάνω