Выкурить στα ελληνικά
Μετάφραση: выкурить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλος, καπνίζω, καπνοί, περατώνω, τερματισμός, καπνός, τελειώνω, καπνίζουν, καπνίζετε, καπνίζει, καπνίσει, καπνίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выкупить στα ελληνικά - εξαγοράζω, εξαγορά, επαναγοράς, επαναγορά, εξαγοράς
- выкуривать στα ελληνικά - περατώνω, τερματισμός, καπνίζω, τέλος, καπνός, καπνοί, τελειώνω, ...
- вылавливать στα ελληνικά - ψάρι, ανασύρεις, τα ψάρια έξω, ψάρια έξω, ψάρι έξω, ψαρέψουμε
- вылазка στα ελληνικά - έκρηξη, εξόρμηση, εκπηδώ, εξορμώ, έξοδος, Sally
Τυχαίες λέξεις
Выкурить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλος, καπνίζω, καπνοί, περατώνω, τερματισμός, καπνός, τελειώνω, καπνίζουν, καπνίζετε, καπνίζει, καπνίσει, καπνίσουν
Μεταφράσεις: τέλος, καπνίζω, καπνοί, περατώνω, τερματισμός, καπνός, τελειώνω, καπνίζουν, καπνίζετε, καπνίζει, καπνίσει, καπνίσουν