Вымогательство στα ελληνικά
Μετάφραση: вымогательство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκβιάζω, ρακέτα, εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вымогательница στα ελληνικά - ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέας
- вымогательский στα ελληνικά - εκβιαστικός, ληστρική, ληστρικό, εκβιαστικά, extortionate
- вымогать στα ελληνικά - στριμώχνω, χτυπώ, εκβιάζω, απεργία, ζουλώ, στύβω, αποσπώ, ...
- вымоина στα ελληνικά - ρεματιά, χαντάκι, έκπλυσης, εκπλύσεως, κάθαρσης, αποπλύσεως, έκπλυσης με
Τυχαίες λέξεις
Вымогательство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκβιάζω, ρακέτα, εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
Μεταφράσεις: εκβιάζω, ρακέτα, εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού