Вынянчивать στα ελληνικά
Μετάφραση: вынянчивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάγια, νοσοκόμα, vynyanchivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вынуть στα ελληνικά - εκχύλισμα, αποσπώ, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
- вынырнуть στα ελληνικά - σειρά, στροφή, αναδύομαι, στρίβω, αναδύονται, αναδυθεί, προκύπτουν, ...
- вынянчить στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
- выпад στα ελληνικά - χτυπώ, περνώ, πέρασμα, ώθηση, στενά, σουξέ, κυκλοφορώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Вынянчивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάγια, νοσοκόμα, vynyanchivat
Μεταφράσεις: βάγια, νοσοκόμα, vynyanchivat