Выпяченный στα ελληνικά
Μετάφραση: выпяченный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпь στα ελληνικά - είδος ερωδίου, Bittern, ήταυρος, τρανομουγκάνα, μικροτσικνιάς
- выпятить στα ελληνικά - χώνω, προεκτείνω, κολλήσει έξω, να κολλήσει έξω, κολλήσει έξω τη, να κολλήσει έξω τη
- выпячивание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
- выпячивать στα ελληνικά - χώνω, λαχανιάζω, ρουφηξιά, φουσκώσουν, ξεφυσούν, ξεφυσήξει
Τυχαίες λέξεις
Выпяченный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Μεταφράσεις: εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο