Высвободить στα ελληνικά
Μετάφραση: высвободить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαλλάσσω, εξαγοράζω, αποδεσμεύω, αυτεξούσιος, τσάμπα, αθωώνω, δωρεάν, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высверливать στα ελληνικά - τριβελίζω, άσκηση, τροχός, πλήττω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, ...
- высверлить στα ελληνικά - πλήττω, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, ...
- высвобождать στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελευθερώσει, απελευθερώσουν, απελευθερώνουν, απελευθερώσει, ...
- высвобождение στα ελληνικά - απόλυση, χειραφέτηση, εξαγορά, αποπομπή, λύτρωση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Высвободить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, εξαγοράζω, αποδεσμεύω, αυτεξούσιος, τσάμπα, αθωώνω, δωρεάν, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, εξαγοράζω, αποδεσμεύω, αυτεξούσιος, τσάμπα, αθωώνω, δωρεάν, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση